- ανεκφώνητος
- -η, -οαυτός που δεν εκφωνήθηκε: Το όνομά σου στη δίκη έμεινε ανεκφώνητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνεκφώνητος — unpronounced letters masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεκφώνητος — η, ο (AM ἀνεκφώνητος, ον) αυτός που δεν προφέρεται, «γράμματα ανεκφώνητα» όπως το υπογεγραμμένο ( ι ) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει εκφωνηθεί, δεν έχει απαγγελθεί 2. (Νομ.) υπόθεση που δεν έφθασε στο στάδιο εκδίκασης ενώπιον του δικαστηρίου με… … Dictionary of Greek
ἀνεκφωνήτως — ἀνεκφώνητος unpronounced letters adverbial ἀνεκφώνητος unpronounced letters masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκφώνητον — ἀνεκφώνητος unpronounced letters masc/fem acc sg ἀνεκφώνητος unpronounced letters neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκφωνήτου — ἀνεκφώνητος unpronounced letters masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκφωνήτων — ἀνεκφώνητος unpronounced letters masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκφωνήτῳ — ἀνεκφώνητος unpronounced letters masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκφώνητα — ἀνεκφώνητος unpronounced letters neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)